Investir στα ελληνικά
Μετάφραση: investir, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διορίζομαι, βάζω, επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, δεσμεύω, τοποθετώ, τόπος, διαπράττω, μέρος, κάνω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adossant στα ελληνικά - υποστήριξη, στήριξη, υποστήριξης, υπόστρωμα, οπίσθιας κάλυψης
- bracelet στα ελληνικά - βραχιόλι, μπρασελέ, βραχιόλι από
- ciel στα ελληνικά - ουρανός, παράδεισος, ουρανό, ουρανού, τον ουρανό
- cochonner στα ελληνικά - αερολογώ, κουραφέξαλα, υπεκφεύγω, κάνει ένα χάος, κάνουν χάλια, κάνει ένα σωρό, δημιουργήσουμε ωστόσο ένα λαβύρινθο, ...
Τυχαίες λέξεις
Investir στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διορίζομαι, βάζω, επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, δεσμεύω, τοποθετώ, τόπος, διαπράττω, μέρος, κάνω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν
Μεταφράσεις: διορίζομαι, βάζω, επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, δεσμεύω, τοποθετώ, τόπος, διαπράττω, μέρος, κάνω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν