Λέξη: θίασος

Σχετικές λέξεις: θίασος

θίασος αθανασίου, θίασοσ ωκύπουσ, θίασος αβάντι, θίασος αγγελόπουλος, θίασος κοτοπούλη, θίασος χαλάνδρι, θίασος ηλία καρελλά, θίασοσ 81, θίασος μάλαμας στίχοι, θίασοσ κανιγκούντα, ο θίασος

Συνώνυμα: θίασος

πλήθος, ομάδα, ίλη ιππικού

Μεταφράσεις: θίασος

θίασος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
company, troupe, theater company, troop, troupe of, circus

θίασος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
firma, empresa, sociedad, compañía, entidad, grupo, troupe, compañía de, tropa

θίασος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besuch, begleiten, gesellschaft, firma, betrieb, begleitung, kompanie, Truppe, Ensemble, troupe

θίασος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maison, société, entreprise, établissement, firme, fonds, social, compagnie, exploitation, troupe, troupe de, la troupe

θίασος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impresa, ditta, comitiva, compagnia, azienda, compagnia teatrale, troupe, troupe di, compagnia di

θίασος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
companhia, grupo, trupe, troupe, trupe de, tropa

θίασος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
handelshuis, gezelschap, compagnie, genootschap, vennootschap, handelsfirma, bedrijf, firma, troep, troupe, troep verklede toneelspelers, dansgroep

θίασος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
собеседник, рота, труппа, товарищество, ансамбль, экипаж, сообщество, фирма, дружба, компания, труппы, труппу, коллектив, труппой

θίασος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
selskap, troupe, trupp, tropp, inngangsportalen

θίασος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
firma, sällskap, lag, företag, kompani, trupp, truppen, skådespelartrupp, CIRCUSTRUPP

θίασος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhtiö, firma, joukkio, liikeyritys, seurue, Troupe, seurueen, seurueeseen, Troupen

θίασος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
firma, selskab, trup, truppen, truppens

θίασος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
firma, rota, společenství, společnost, podnik, herecká společnost, souborem, družinu, skupinky, spolek

θίασος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
asysta, trupa, przedsiębiorstwo, spółka, firma, kompania, zespół, towarzystwo, ansambl, trupy, troupe, trupę

θίασος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
színtársulat, társulat, társulata, társulatban, társulatának

θίασος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şirket, ortaklık, tiyatro topluluğu, topluluğu, troupe, kumpanyası

θίασος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гості, товариство, гости, співрозмовник, трупа, трупи, трупу

θίασος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ansambël, kompani, bankë, trupë, Trupa, Trupa e, Ansambli, Trupa që

θίασος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
компания, трупа, трупата, ансамбъл, трупа на

θίασος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дом, трупа

θίασος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
trupp, trupi, trupiga, näitetrupp, truppi

θίασος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poduzeće, tvrtkom, kompanija, družina, trupa, ansambl, trupom, glumačka družina

θίασος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
félag, flokka, troupe

θίασος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vexillum

θίασος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kompanija, draugija, bendrovė, įmonė, trupė, trupės, kolektyvas, trupę

θίασος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sabiedrība, kompānija, trupa, trupas, kolektīvs, baleta trupa

θίασος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
општеството, трупа, трупата, дружина, ансамбл, трупата тргнала

θίασος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
companie, trupa, trupă, trupa de, trupei, trupă de

θίασος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
godnik, družina, podjetje, firma, Ansambl, troupe

θίασος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spoločnosť, podnik, rota, družina, herecká, herecké, herecka, hereckú

Στατιστικά δημοτικότητας: θίασος

Τυχαίες λέξεις