Ιθαγένεια στα αγγλικά

Μετάφραση: ιθαγένεια, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nationality, citizenship, nationals, nationality of, nationals of
Ιθαγένεια στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ιθαγένεια

citizenship
  • ιθαγένεια
  • υπηκοότητα
  • δικαιώματα
nationality
  • ιθαγένεια
  • εθνικότητα
  • εθνικότης
  • εθνότητα
  • εθνότης

Σχετικές λέξεις: ιθαγένεια

ιθαγένεια μαρκόπουλος, ιθαγένεια υπηκοότητα, ιθαγένεια της ευρωπαϊκής ένωσης, ιθαγένεια ορισμός, ιθαγένεια και υπηκοότητα, ιθαγένεια λεξικό γλώσσας αγγλικά, ιθαγένεια στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ιερός στα αγγλικά - sacred, holy, sacrosanct, a sacred, a holy
  • ιερότητα στα αγγλικά - sanctity, sacredness, holiness, sanctity of, sacred
  • ιθαγενής στα αγγλικά - indigenous, native, aboriginal, tribesman
  • ιθύνω στα αγγλικά - govern, rule, makers, Parent, leaders, mastermind, Decision maker
Τυχαίες λέξεις
Ιθαγένεια στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: nationality, citizenship, nationals, nationality of, nationals of