Λέξη: παράγομαι
Σχετικές λέξεις: παράγομαι
προηγούμαι συνώνυμα
Μεταφράσεις: παράγομαι
παράγομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
derive, factors, factor, produces, produced, produce
παράγομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
derivar, factores, Los factores, factores que, factores de, los factores de
παράγομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ableitung, folgern, deduzieren, Factors, Faktoren
παράγομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tirer, provenir, procéder, venir, déduire, dérivons, prendre, dérivez, acquérir, puiser, obtenir, facteurs, Les facteurs, des facteurs, de facteurs, Factors
παράγομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
derivare, Fattori, Fattori di, I fattori, Fattori che, Factors
παράγομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
derivar, derivação, fatores, factores, fatores de, Os fatores, Os factores
παράγομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aftappen, factoren, factoren die, Factors, elementen
παράγομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шунтовать, получать, происходить, производить, почерпнуть, получить, отводить, наследовать, одержать, извлекать, выводить, факторы, факторов
παράγομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avlede, faktorer, faktorene, forhold, faktorer som
παράγομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
härleda, Faktorer, Faktorer som, faktorerna, Factors
παράγομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
johtua, päätellä, tekijöitä, tekijät, tekijöistä, Factors
παράγομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Faktorer, Elementer, Forhold
παράγομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čerpat, odvozovat, pocházet, derivovat, odvodit, vyvozovat, získat, Faktory, činitele, faktorům
παράγομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pobierać, wywodzić, wyprowadzać, derywować, pochodzić, brać, czerpać, wyprowadzić, uzyskiwać, czynniki, czynnikami, czynników
παράγομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tényezők, tényezőket, faktorok, tényezőkre
παράγομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
faktörler, Faktörleri, Etkenler, eden faktörler, Etmenler
παράγομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отримувати, відводити, відбуватись, витягати, фактори, чинники, факторів
παράγομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
faktorët, faktorë, faktorët që, faktorë të, faktorët e
παράγομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Фактори, Факторите
παράγομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фактары, Паняцце, Факторы
παράγομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ammutama, tuletama, tegurid, tegureid, faktorid
παράγομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potjecati, izvlačiti, izvesti, izvoditi, faktori, čimbenici, čimbenici koji, čimbenike, faktori koji
παράγομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þættir, þættir sem, þáttum, þætti, atriði
παράγομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veiksniai,, veiksniai, faktoriai, veiksnių
παράγομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
faktori, faktorus, faktoriem
παράγομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фактори, Факторите, фактори кои, фактори на, фактори за
παράγομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deduce, Factori, Factorii, Factori de, Factorii care, Factori care
παράγομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dejavniki, faktorji
παράγομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
faktory, faktormi, faktorov, Určujúce faktory