Irrité στα ελληνικά

Μετάφραση: irrité, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερεθίζει, του ερεθίζει
Irrité στα ελληνικά

Μεταφράσεις

  • arguant στα ελληνικά - υποστηρίζοντας, ισχυριζόμενη
  • boursouflage στα ελληνικά - μεγαλορρημοσύνη, φούσκωμα, φουσκώματα, μετεωρισμό, το φούσκωμα, τυμπανισμό
  • branchées στα ελληνικά - συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί
  • chanoine στα ελληνικά - κανόνας, Canon, της Canon, κανόνι, η Canon
Τυχαίες λέξεις
Irrité στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερεθίζει, του ερεθίζει