Justificatif στα ελληνικά

Μετάφραση: justificatif, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμφιλεγόμενος, πειστήριο, ερειστικός, απόδειξη, δικαιολογητικός, δικαιολογητική, της αιτιολογήσεως, δικαιολόγησης
Justificatif στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • allouée στα ελληνικά - κατανεμηθεί, διατεθεί, διατίθενται, κατανέμονται, κατανέμεται
  • bénéficiez στα ελληνικά - κέρδος, απολαβή, ωφέλεια, όφελος, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, ...
  • caverne στα ελληνικά - ορυχείο, καταγώγιο, τρύπα, λημέρι, άντρο, σπηλιά, λάκκος, ...
  • cocaïne στα ελληνικά - κοκαΐνη, κοκαΐνης, την κοκαΐνη, της κοκαΐνης, η κοκαΐνη
Τυχαίες λέξεις
Justificatif στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμφιλεγόμενος, πειστήριο, ερειστικός, απόδειξη, δικαιολογητικός, δικαιολογητική, της αιτιολογήσεως, δικαιολόγησης