Légitime στα ελληνικά
Μετάφραση: légitime, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενάρετος, δίκαιος, νόμιμος, παντρεμένος, παντρεμένη, θεμιτός, ηθικός, ηθικολόγος, μόλις, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- attiré στα ελληνικά - προσέλκυσε, προσελκύσει, προσελκύονται, έλκονται, προσέλκυσαν
- buse στα ελληνικά - μύτη, αεριωθούμενο, πετώ, ιέραξ, Buzzard, καρακάξα, βαμβακίνα, ...
- cive στα ελληνικά - CIVE
- commentées στα ελληνικά - σχολίασε, σχολιασμένες, σχολιασμένα, σχολίασε ο
Τυχαίες λέξεις
Légitime στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενάρετος, δίκαιος, νόμιμος, παντρεμένος, παντρεμένη, θεμιτός, ηθικός, ηθικολόγος, μόλις, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο
Μεταφράσεις: ενάρετος, δίκαιος, νόμιμος, παντρεμένος, παντρεμένη, θεμιτός, ηθικός, ηθικολόγος, μόλις, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο