Λέξη: πλαγιά

Σχετικές λέξεις: πλαγιά

πλαγιά αιτωλοακαρνανίας, πλαγιά του βουνού, πλαγιά ορισμος, πλαγιά λεξικό, παλιά πλαγιά, πλαγιά λέσβου, πλαγιά πλωμαρίου, πλαγιά βουνού, πλαγιά κιλκίσ, πλαγιά κονίτσης

Συνώνυμα: πλαγιά

κλίση, κλίση έδαφους, κατωφέρεια

Μεταφράσεις: πλαγιά

πλαγιά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
slope, flank, hillside, side, the slope, slope of

πλαγιά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
subida, bajada, lado, declive, costado, flanco, cuesta, pendiente, ladera, inclinación, la pendiente

πλαγιά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
flanke, steigung, hang, abhang, neigung, Hang, Steigung, Neigung, Schräge, Abhang

πλαγιά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coteau, déclivité, attrait, chanfreiner, inclinaison, berge, tendance, chute, pente, propension, versant, flanquer, talus, côte, courber, descente, incliné, la pente

πλαγιά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pendenza, pendio, inclinazione, fianco, pendice, discesa, declivio, china, pendere, versante, pista

πλαγιά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
declives, rampa, vertente, inclinação, encosta, ladeira, declive, talude

πλαγιά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
glooiing, schuinte, helling, talud, hellingsgraad, piste, de helling

πλαγιά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скат, отвес, фланкировать, склон, откос, крыло, чешуя, предрасположение, уклон, наклон, фланг, бочок, пологий, укос, косогор, фланировать, наклона, склона

πλαγιά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
helling, skråning, skråne, skråningen, stigningstallet, helning

πλαγιά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slutta, stigning, lutning, sluttning, lutningen, sluttningen, backen

πλαγιά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kylki, mäki, kuve, kallistua, lape, viettävyys, rinne, luistaa, kaltevuus, rinteessä, kulmakerroin, rinnettä

πλαγιά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skråning, skrænt, hældning, hældningen, bakke, skråningen

πλαγιά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sklon, slabina, spád, svah, úbočí, bok, sklánět, naklonění, zešikmení, stráň, strana, sjezd, svahu, sjezdovka, sklonu

πλαγιά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nachylać, spadzistość, spad, skłonność, skarpować, nachylenie, spadek, pochyłość, bok, szponder, flanka, nachylanie, opadać, stok, pochylenie, zbocze, skłon

πλαγιά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
horpasz, lágyék, lejtő, lejtőn, meredekség, meredeksége, lejtőjén

πλαγιά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yokuş, eğim, yamaç, eğimi, pistleri-, şev

πλαγιά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бочок, нахил, укіс, схил, фланг, крило, луска, бік, нахилу

πλαγιά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpat, tatëpjetë, shpatin, pjerrësi, pjerrësia

πλαγιά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наклон, фланг, склон, наклона, писта, склона

πλαγιά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бераг, нахіл

πλαγιά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tiib, kallak, nõlv, kalle, nõlva, kalde, kallet

πλαγιά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
padati, nagib, padina, bok, strana, kosina, nagiba, padini

πλαγιά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlíð, halla, fylkingararmur, brekka, halli, brekku, hlíðina, Hallinn

πλαγιά στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
clinamen, clivus

πλαγιά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuožulnumas, šlaitas, nuolydis, nuolydį, nuokalnės, nuolydžio

πλαγιά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nogāze, slīpums, nogāzes, slīpuma, slīpumu

πλαγιά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
падина, наклонот, наклон, патека, падината

πλαγιά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pont, pantă, gradient, panta, pantei, înclinare, pârtie

πλαγιά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
svah, sklon, lemova, slope, naklon, nagib, strmine, pobočju

πλαγιά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sklon, stráň, svah, strana, úbočí, tendenciu
Τυχαίες λέξεις