Laïc στα ελληνικά
Μετάφραση: laïc, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξένος, λαϊκός, απλή γλώσσα, εκλαϊκευμένη, κοινό πολίτη, layman
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accomplis στα ελληνικά - καταφέρω, επιτυγχάνω, πραγματοποιώ, που, γίνεται, γίνονται, έκανε, ...
- admise στα ελληνικά - Αποδεκτές, Δεκτές, αποδεκτή, Αποδεκτό, τις αποδεκτές
- affectèrent στα ελληνικά - επιτηδευμένος
- armez στα ελληνικά - χέρι, όπλο, μπράτσο, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
Τυχαίες λέξεις
Laïc στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξένος, λαϊκός, απλή γλώσσα, εκλαϊκευμένη, κοινό πολίτη, layman
Μεταφράσεις: ξένος, λαϊκός, απλή γλώσσα, εκλαϊκευμένη, κοινό πολίτη, layman