Λέξη: αμμώδης

Συνώνυμα: αμμώδης

αμμουδερός, τραχύς, θαρραλέος, τεναγώδης

Μεταφράσεις: αμμώδης

αμμώδης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sandy, gritty, sand, a sandy, Shingle

αμμώδης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arenisco, arenoso, arena, de arena, arenosa, arena de

αμμώδης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
körnig, sandig, granuliert, gekörnt, Sand-, Sand, sandigen

αμμώδης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aréneux, sableux, sablonneux, sable, de sable, sable fin, de sable fin

αμμώδης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sabbioso, arenoso, sabbia, di sabbia, sabbiosa

αμμώδης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arenoso, sanduíche, areia, de areia, arenosa, sandy

αμμώδης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mul, rul, zanderig, zand-, zandig, zand, zandige

αμμώδης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шотландец, песочный, рыжеватый, рыжеволосый, непрочный, зыбкий, песчаный, песчаные, песчаного, песчаная, песчано

αμμώδης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sand, sandy, sandstrender, sandstrand

αμμώδης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sandig, sand, sandiga, sandstrand

αμμώδης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hiekkainen, hiekkaranta, sandy, hiekkarannalla, hiekkarannan

αμμώδης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Sandy, sandede, sandet, sandstrand, sand

αμμώδης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
písečný, písčitý, písečná, písčitá, písečné

αμμώδης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
piaszczysty, rudoblond, piaskowy, piaszczysta, piaszczystej, piaszczyste, sandy

αμμώδης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fövenyes, homokos, elterülő homokos, fekvő homokos, a homokos

αμμώδης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kumlu, Sandy, kum, kumlu bir, kumsal

αμμώδης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рудуватий, неміцний, піщаний, пісочний, хиткий, піщаному

αμμώδης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me rërë, ranor, rërë, ranore, sandy

αμμώδης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пясъчен, пясъчния, пясъчни, пясъчна, песъчлива

αμμώδης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пяшчаны, пясчаны, пясчаную

αμμώδης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liivakarva, liivane, liivase, liivased, sandy, liivaste

αμμώδης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pješčanu, pješčanim, pješčan, pjeskovit, pješčana, pješčane, pijesak, pješćana

αμμώδης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Sandy, sendinn, sendin, sand, sendinn og

αμμώδης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smėlio, su smėlio, smėlėtas, sandy, smėlingas

αμμώδης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
smilšains, smilšu, smilšaina, smilšainas, smilšainās

αμμώδης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
песочна, песочните, песочни, песоклива, песочно

αμμώδης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nisipos, nisip, cu nisip, de nisip, nisipoase

αμμώδης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
peščena, peščene, peščeno, kamnita

αμμώδης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
piesočný, piesočnatý, pieskový, piesočná
Τυχαίες λέξεις