Limitation στα ελληνικά
Μετάφραση: limitation, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φραγμός, ρέλι, συστολή, εξαναγκασμός, πρόκριση, περιορίζω, τσιγκουνεύομαι, περιστολή, σύνορο, μεθόριος, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adorant στα ελληνικά - λατρεία, λατρευτική, λατρείας, λατρευτικό, λατρευτικές
- approvisionnent στα ελληνικά - παρέχω, προνοώ, προμήθεια, εφοδιασμού, παροχή, προσφοράς, προμήθειας
- avisa στα ελληνικά - ενημέρωσε, συνιστάται, συμβουλεύονται, συμβούλευσε, ενημερώνονται
- choisis στα ελληνικά - επιλέγω, διαλέγω, επιλεγμένα, επιλεγεί, επιλέγεται, επιλεγμένη, επιλεγμένες
Τυχαίες λέξεις
Limitation στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φραγμός, ρέλι, συστολή, εξαναγκασμός, πρόκριση, περιορίζω, τσιγκουνεύομαι, περιστολή, σύνορο, μεθόριος, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
Μεταφράσεις: φραγμός, ρέλι, συστολή, εξαναγκασμός, πρόκριση, περιορίζω, τσιγκουνεύομαι, περιστολή, σύνορο, μεθόριος, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της