Λέξη: απραξία

Σχετικές λέξεις: απραξία

απραξία αγγλικα, προφορική απραξία, στοματική απραξία, οφθαλμοκινητική απραξία, απραξία λόγου, απραξία pdf, απραξία ομιλίας, απραξία σημασία, λεκτική απραξία, ιδεοκινητική απραξία

Συνώνυμα: απραξία

αργία, ανεργία, αδράνεια, στασιμότης, στασιμότητα

Μεταφράσεις: απραξία

απραξία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deadlock, inaction, idleness, inactivity, doing nothing, apraxia

απραξία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bloqueo, estancamiento, inacción, la inacción, inactividad, falta de acción, pasividad

απραξία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
patt, verklemmung, trägheit, tatenlosigkeit, blockierung, Untätigkeit, Tatenlosigkeit, die Untätigkeit, Inaktivität, Passivität

απραξία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inertie, oisiveté, blocus, inactivité, inaction, blocage, l'inaction

απραξία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inattività, inazione, inerzia, l'inazione, dell'inazione

απραξία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inação, inacção, inércia, omissão, a inacção

απραξία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
werkeloosheid, stilzitten, passiviteit, inactiviteit

απραξία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бездействие, инертность, тупик, бездеятельность, пассивность, застой, бездейственный, бездействия, бездействием, бездействии

απραξία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
passivitet, uvirksomhet, mangel, mangel på handling, inaktivitet

απραξία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
passivitet, overksamhet, underlåtenhet, inaction, inaktivitet

απραξία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pattitilanne, umpikuja, toimettomuus, toimimatta, toimettomuuden, toimettomuutta, toimimatta jättämisen

απραξία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
passivitet, manglende handling, undladelse, inaktivitet, at handle

απραξία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odpočinek, zablokování, nečinnost, nečinnosti, nečinností, nečin

απραξία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
blokada, zakleszczenie, impas, bezczynność, zastój, brak działania, brak działań, zaniechania, bezczynności

απραξία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
reteszzár, tétlenség, tétlensége, a tétlenség, tétlenségével, a tétlenségével

απραξία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hareketsizlik, eylemsizlik, eylemsizliği, inaction, eylemsizliğin

απραξία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неправильний, застій, хибний, бездіяльність

απραξία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mosveprim, mosveprimi, mosveprimi i, mosveprimet, mosveprimi që

απραξία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бездействие, бездействието, липса на такова, бездействия

απραξία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бяздзейнасць, бяздзеянне, бязьдзеяньне

απραξία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ummikseis, tegevusetus, tegevusetuse, tegevusetust, tegevusetusest, tegevusetusega

απραξία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mirovanje, nerad, nepokretnost, neaktivnost, nedjelovanje, pasivnost, bi pasivnost

απραξία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðgerðaleysi

απραξία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neveikimas, neveiklumas, neveikimą, neveikimo

απραξία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bezdarbība, bezdarbību, bezdarbības, bezdarbībai

απραξία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неактивноста, неактивност, пасивноста, недејствување, пасивност

απραξία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inacțiune, inacțiunii, inacțiunea, lipsa de acțiune, lipsa de

απραξία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neukrepanje, nedelovanje, nedejavnost, neaktivnost, neukrepanja

απραξία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nečinnosť, nečinnosti, neaktivitu, nečinnosťou, nekonanie
Τυχαίες λέξεις