Λέξη: δοσολογία

Σχετικές λέξεις: δοσολογία

δοσολογία soldesanil, δοσολογία aerius, δοσολογία augmentin, δοσολογία αρωμάτων atmos lab, δοσολογία sinecod, δοσολογία viagra, δοσολογία algofren, δοσολογία depon, δοσολογία xozal, δοσολογία βασιλικού πολτού

Συνώνυμα: δοσολογία

δόση, ποσολογία

Μεταφράσεις: δοσολογία

δοσολογία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dose, dosage, dosing, dosage of, strength

δοσολογία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dosis, dosificación, de dosificación, la dosis, de dosis

δοσολογία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
narkotisieren, betäuben, dosis, dosierung, Dosierung, Dosierungs, Dosis

δοσολογία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
doser, dose, prise, dosage, posologie, posologique, doses

δοσολογία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dose, dosaggio, di dosaggio, il dosaggio, del dosaggio

δοσολογία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dosagens, dose, dosagem, de dosagem, dosagem de, posologia

δοσολογία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dosering, dosis, doseringsvorm, de dosering, doseringsvormen

δοσολογία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доза, дозировать, доля, прием, порция, дозировка, дозы, дозировки, лекарственная

δοσολογία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dose, dosering, doserings, dosen

δοσολογία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dos, doserings, dosering, dosen, doseringen

δοσολογία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lääkeannos, erä, annos, annostaa, annostus, annoksen, annostusta, annosta

δοσολογία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dosering, dosis, doseringen, doseringsform, doseringsformen

δοσολογία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
porce, dávkovat, dávkování, dávka, dávková, dávku, léková

δοσολογία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dawkować, aplikować, doza, dawka, dozować, dawkowanie, dozowanie, dawkowania, dawki

δοσολογία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
adag, adagolás, adagolási, dózis, dózist

δοσολογία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doz, dozaj, dozajı, bir dozaj, dozu

δοσολογία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доза, дозувати, дозування

δοσολογία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dozim, dozë, doza, dozen, e dozës

δοσολογία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доза, дозировка, дозиране, дозирана, на дозата

δοσολογία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дазавання, дазоўка

δοσολογία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
doseerima, annus, töötlema, annuse, annust, doosi, doos

δοσολογία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
doza, dozirati, doziranje, doziranja, doze, za doziranje

δοσολογία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skammtur, skömmtum, skammta, Skammtaform, skammtaformið

δοσολογία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dozė, dozavimas, dozės, dozę, dozavimo

δοσολογία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
deva, devas, devu, zāļu, dozēšanas

δοσολογία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доза, дозата, дозирани, дозирање, на дозата

δοσολογία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dozare, de dozare, dozaj, doză, dozei

δοσολογία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dóza, dávka, Odmerek, odmerjanje, doziranje, doza, odmerjanja

δοσολογία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dávka, dóza, dávkovanie, dávkovania, dávky, dávkovaní

Στατιστικά δημοτικότητας: δοσολογία

Τυχαίες λέξεις