Liquidation στα ελληνικά
Μετάφραση: liquidation, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικισμός, πώληση, εκκαθάριση, ρευστοποίηση, εκκαθάρισης, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσεως
Μεταφράσεις
- agrandissons στα ελληνικά - μεγεθύνω, Επεκτείνουμε, επεκτείνονται, επεκτείνουν, Επεκτείνουμε το, επεκτείνουν τις
- amenée στα ελληνικά - έφερε, έφεραν, ασκήθηκε, άσκησε, που ασκήθηκε
- apprêt στα ελληνικά - προπαρασκευαστικός, διευθέτηση, διακανονισμός, τερματισμός, ετοιμασία, τέλος, περατώνω, ...
- citerne στα ελληνικά - σαπιοκάραβο, δοχείο, δεξαμενή, δεξαμενής, ρεζερβουάρ, δοχείου
Τυχαίες λέξεις
Liquidation στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικισμός, πώληση, εκκαθάριση, ρευστοποίηση, εκκαθάρισης, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσεως
Μεταφράσεις: οικισμός, πώληση, εκκαθάριση, ρευστοποίηση, εκκαθάρισης, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσεως