Λέξη: ευημερώ

Σχετικές λέξεις: ευημερώ

ευημερία συνώνυμο

Συνώνυμα: ευημερώ

επιταχύνω, κατευοδώνω, τρέχω γρήγορα, σπεύδω, ευδοκιμώ, ακμάζω

Μεταφράσεις: ευημερώ

ευημερώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
thrive, prosper, do well

ευημερώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prosperar, medrar, florecer, prosperará, prosperando, prospere, prosperarán

ευημερώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blühen, gedeihen, prosperieren, gelingen, Wohlstand, florieren

ευημερώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prospérez, éclore, prospérons, prospèrent, prospérer, prospérité, de prospérer, prospère, la prospérité

ευημερώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prosperare, fiorire, prospererà, prosperità, prosperi, prospereranno

ευημερώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prosa, prosperar, prosperará, prosperam, prosper, prospere

ευημερώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bloeien, gedijen, floreren, tieren, voorspoed hebben, voorspoedig

ευημερώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благоприятствовать, цвести, разрастаться, процветать, богатеть, благоденствовать, преуспеть, преуспевать, процветания, процветают

ευημερώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blomstre, trives, fremgang, lykkes, ha fremgang, lykke

ευημερώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blomstra, framgång, frodas, lyckas, att blomstra

ευημερώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rehottaa, viihtyä, kukoistaa, menestyä, menestymään, menestyvät, menesty

ευημερώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trives, fremgang, blomstre, have fremgang, lykkes

ευημερώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prosperovat, vzkvétat, prospívat, šťastně, prosperují, dařit, prosperitě

ευημερώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prosperować, kwitnąć, udawać, rozwijać, rozwijać się, powodzenie, pomyślnie

ευημερώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
boldogulni, szerencsés, virágozhat, virágozni, boldoguláshoz

ευημερώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başarılı olmak, başarılı, gelişmeye, iflah, gelişmek

ευημερώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проспекти, розростатись, процвітіть, буйно, процвітати, процвітатиме, процвітатимуть

ευημερώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përparon, mbarësi, ketë mbarësi, të ketë mbarësi, shkojë mbarë

ευημερώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
просперира, просперират, преуспява, успее, благоуспее

ευημερώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
квітнець

ευημερώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
edenema, õitsema, õitseda, õitsenguks, edukad, kasvada

ευημερώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rasti, uspijevati, izgledi, napredovati, prospekti, prosperirati, uspjeti, sreće

ευημερώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dafna, blómstra, dafna í, lánast, heppnast

ευημερώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klestėti, klestėtų, klesti, sėkmę, klestės

ευημερώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plaukt, zelt, uzplaukumu, uzplaukt, attīstīties

ευημερώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
просперира, просперираат, напредува, да успее, успее

ευημερώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prospera, prospere, să prospere, prosperă, izbuti

ευημερώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prosper, uspevajo, uspevati, uspevala, uspeval

ευημερώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prosperovať, prekvitať, prosperovali
Τυχαίες λέξεις