Médecine στα ελληνικά
Μετάφραση: médecine, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φάρμακο, καπνίζω, ναρκωτικό, αλατίζω, θεραπεύω, ιατρική, παστώνω, επανορθώνω, αποκαθιστώ, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abdiquer στα ελληνικά - παραιτούμαι, αποποιούμαι, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, παραδίδω, αποσύρομαι, παραιτηθεί, ...
- aconit στα ελληνικά - ακονίτο, aconite, ακόνιτο
- admise στα ελληνικά - Αποδεκτές, Δεκτές, αποδεκτή, Αποδεκτό, τις αποδεκτές
- balisées στα ελληνικά - Αξιοσημείωτες, όψη φέρουν, Marked, με σήμανση, που σημειώνονται
Τυχαίες λέξεις
Médecine στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φάρμακο, καπνίζω, ναρκωτικό, αλατίζω, θεραπεύω, ιατρική, παστώνω, επανορθώνω, αποκαθιστώ, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου
Μεταφράσεις: φάρμακο, καπνίζω, ναρκωτικό, αλατίζω, θεραπεύω, ιατρική, παστώνω, επανορθώνω, αποκαθιστώ, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου