Obstruction στα ελληνικά
Μετάφραση: obstruction, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στένωση, παρακώλυση, εμπόδιο, παρεμπόδιση, απόφραξη, απόφραξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affûtée στα ελληνικά - ακονισμένα, ακονισμένο, ακονισμένη, αιχμηρό, ακονίζεται
- agreste στα ελληνικά - αγροτικός, αγροίκος, σκυθρωπός, κακότροπος, αγροτικής, αγροτικές, αγροτική, ...
- bâcle στα ελληνικά - αφηνιάζω, botches
- complaisons στα ελληνικά - κυλιέμαι στη λάσπη, βυθιζόμαστε, wallow, βυθίζεται, κυλιούνται
Τυχαίες λέξεις
Obstruction στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στένωση, παρακώλυση, εμπόδιο, παρεμπόδιση, απόφραξη, απόφραξης
Μεταφράσεις: στένωση, παρακώλυση, εμπόδιο, παρεμπόδιση, απόφραξη, απόφραξης