Oeuvrer στα ελληνικά

Μετάφραση: oeuvrer, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράξη, εργασία, εγχειρίζω, εργάζομαι, λειτουργώ, δουλειά, δουλεύω, έργο, εργασίας, εργασίες
Oeuvrer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accumulateur στα ελληνικά - συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
  • autobiographique στα ελληνικά - αυτοβιογραφικός, αυτοβιογραφικό, αυτοβιογραφικά, αυτοβιογραφική, αυτοβιογραφικές
  • blésés στα ελληνικά - Bleses
  • bombé στα ελληνικά - κυρτής, καμπυλωτά, κυρτή, κυρτωμένο, κυρτού
Τυχαίες λέξεις
Oeuvrer στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράξη, εργασία, εγχειρίζω, εργάζομαι, λειτουργώ, δουλειά, δουλεύω, έργο, εργασίας, εργασίες