Λέξη: ξεδιαλέγω

Συνώνυμα: ξεδιαλέγω

εκλέγω, διαλέγω, επιλέγω, προτιμώ

Μεταφράσεις: ξεδιαλέγω

ξεδιαλέγω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sort, pick over

ξεδιαλέγω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ralea, laya, suerte, especie, clase, clasificar, ordenar, recoger, elegir, escoger, tomar, coger

ξεδιαλέγω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klassifizieren, sortieren, gattung, sorte, sortierung, marke, ordnen, art, durchsehen

ξεδιαλέγω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tri, classer, sorte, espèce, façon, disposer, assortir, ménager, type, assortissez, assortissons, genre, ranger, classement, trier, ajuster, chercher, ramasser, prendre, choisir, récupérer

ξεδιαλέγω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
specie, modo, maniera, genere, assortire, sorta, mondare

ξεδιαλέγω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jaez, género, laia, qualidade, sorte, saudades, espécie, escolher sobre

ξεδιαλέγω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
indelen, aard, slag, geslacht, soort, pick, halen, plukken, pak

ξεδιαλέγω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сортировать, род, семейство, разновидность, вид, перебирать, рассортировывать, разряд, разбирать, сорт, тип, качество, порода, отсортировать, выбрать, забрать, подобрать, выберите, поднять

ξεδιαλέγω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sortere, sort, slag, ordne, art, Plukk over

ξεδιαλέγω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sort, ordna, art, sortera, ANSA, SOVRA, GÅ IGENOM, RENSA

ξεδιαλέγω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laji, junailla, laatu, käännellä ja väännellä, valikoida parhaat

ξεδιαλέγω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
art, slags, pluk, pick, gå, vælge, samle

ξεδιαλέγω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
třídit, klasifikovat, řadit, uspořádat, roztřídit, druh, třídění, typ, seřadit, pick, vybrat, vyzvednutí, vyzvednout, vyberte

ξεδιαλέγω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gatunek, przesortować, sortowanie, uporządkować, typ, klasyfikować, autorament, dobierać, rodzaj, jakość, organizować, ułożyć, posortować, sortować, uszeregować, przebierać

ξεδιαλέγω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mód, vedd át

ξεδιαλέγω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tür, çeşit, usul, sınıflandırmak, ayıklamak, ince eleyip sık dokumak, karışmak, burnunu sokmak, eleyip sık dokumak

ξεδιαλέγω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відсортувати, сортувати, різновидність, різновид, вибрати більш, вибрати, вибрати більше, вибрати найбільш

ξεδιαλέγω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lloj, marr, i bie, të vini, vini, të marr

ξεδιαλέγω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вид, подбирам

ξεδιαλέγω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абраць больш, вылучыць больш, прызначыць больш, вылучыць больш за

ξεδιαλέγω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järjestama, liik, nii-öelda, sortima, Uurida, Pöörake ja väännellä, valida parimad, ja väännellä, väännellä

ξεδιαλέγω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pokupiti, odabrati, odaberete, izabrati, podići

ξεδιαλέγω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ná, velja, taka, tekið, ná sér

ξεδιαλέγω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
genus

ξεδιαλέγω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rūšis, pasiimti, link, pasirinkti, paimti, pasirinkite

ξεδιαλέγω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veids, suga, šķirne, pārlasa

ξεδιαλέγω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
собереш, земам, изберете, ги собереш, избере

ξεδιαλέγω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sorta, fel, se gândi mereu la, cerceta bucată cu bucată, repeta mereu la

ξεδιαλέγω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poberem, izbrati, dvigni, kramp, izberite

ξεδιαλέγω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
druh, pick, pickup
Τυχαίες λέξεις