Orthographe στα ελληνικά

Μετάφραση: orthographe, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορθογραφία, ορθογραφικά, ορθογραφίας, την ορθογραφία, ορθογραφικό
Orthographe στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accréditer στα ελληνικά - διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει
  • arcanes στα ελληνικά - Arcana, Αρκάνα, Αρκάνας
  • assénez στα ελληνικά - απεργία, χτυπώ, ξιφισμός, Lunge, βαθύ κάθισμα, ξιφίζω, βαθιά κάμψη
  • clinique στα ελληνικά - νοσοκομείο, κλινική, κλινικός, κλινικής, ιατρείο, την κλινική, κλινικές
Τυχαίες λέξεις
Orthographe στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορθογραφία, ορθογραφικά, ορθογραφίας, την ορθογραφία, ορθογραφικό