Pétrole στα ελληνικά

Μετάφραση: pétrole, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χονδροειδής, ωμός, κηροζίνη, ακατέργαστος, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
Pétrole στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abominable στα ελληνικά - ανελέητος, εναγής, φρικτός, τρομερός, άρρωστος, φριχτός, επαναστατικός, ...
  • apure στα ελληνικά - Κλίαρς, Clears, ξεκαθαρίσει τόσο, Κλήαρ, Απαλείφει τη
  • assume στα ελληνικά - υποθέτει, αναλαμβάνει, προϋποθέτει, θεωρεί, αναλαμβάνει την
  • coléoptère στα ελληνικά - σκαθάρι, σκαθαριού, σκαθάρι του, χρυσόμυγα, κάνθαρος
Τυχαίες λέξεις
Pétrole στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χονδροειδής, ωμός, κηροζίνη, ακατέργαστος, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου