Λέξη: πομπώδης

Σχετικές λέξεις: πομπώδης

πομπώδης συνώνυμα

Συνώνυμα: πομπώδης

εξωγκωμένος, πρησμένος, δύσκαμπτος, αξιοπρεπής, στομφώδης, μεγαλειώδης, επιβλητικός, μεγαλορρήμων, μεγαλορρήμωνας, επακόλουθος, σοβαροφανής, οφειλώμενος, ξιπασμένος

Μεταφράσεις: πομπώδης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stilted, bombastic, splurging, flatus, pompous, turgid
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rimbombante, ampuloso, grandilocuente, bombástico, altisonante
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geziert, gestelzt, bombastisch, schwülstig, bombastic, bombastischen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affecté, échasse, grandiloquent, emphatique, ampoulé, grandiloquente, pompeux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ampolloso, roboante, altisonante, pomposo, roboanti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bombástico, bombástica, bombastic, bombásticas, bombásticos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bombastisch, hoogdravend, bombastische, hoogdravende, bombast
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неестественный, высокопарный, напыщенный, ходульный, напыщенные, пафосный, напыщенного, напыщенным
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bombastisk, bombastiske, svulstige, svulstig, bombastic
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bombastiska, bombastisk, bombastiskt, bombastic, högtravande
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mahtipontinen, mahtipontista, bombastic, mahtipontisen, mahtipontisia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bombastiske, bombastisk, svulstig, svulstige, svulstigt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
afektovaný, bombastický, Bombastická, bombastické, bombasticky, bombastičtější
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
koturnowy, nienaturalny, sztuczny, pompatyczny, patetyczny, napuszony, bombastic, bombastyczny
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
magasított, cicomás, dagályos, bombasztikus, fellengzős, bombastic
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tumturaklı, bombastic, gösterişli, abartılı, abartmalı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пихатий, бундючний, пихата, набундючений
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i fryrë, fryrë, bombastike, bombastik
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надут, бомбастичен, бомбастична, превзета, бомбастични
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
напышлівы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
bombastic, Mahtipontinen, pompöösse, teatraalne, ülespuhutud hooplemiseks isiklikesse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neprirodan, izvještačen, bombastičan, visokoparan
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bombastic
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pompastiškas, išpūstas, Bombastyczny, bombastic, Sočiųjų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzpūsts
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бомбастична, бомбастични, бомбастичните, и бомбастични, надут
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bombastic, bombastica, bombastice, bombastică
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bombastic, bombastična, bombastično, Bombastičan
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bombastické, bombastický
Τυχαίες λέξεις