Parenté στα ελληνικά
Μετάφραση: parenté, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγγενής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adoptèrent στα ελληνικά - υιοθέτησε, που εγκρίθηκε, εγκρίθηκε, ενέκρινε, εξέδωσε
- aliment στα ελληνικά - φαγητό, τροφή, σιτίζω, θρέψη, τροφοδοτώ, ταΐζω, τροφίμων, ...
- aphone στα ελληνικά - άφωνος, δεν έχουν φωνή, όσους δεν έχουν φωνή, άφωνων, άφωνες
- chicot στα ελληνικά - κούτσουρο, κολόβωμα, κολοβώματος, πρέμνου, κορμό
Τυχαίες λέξεις
Parenté στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγγενής
Μεταφράσεις: συγγενής