Pertinent στα ελληνικά

Μετάφραση: pertinent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιρρεπής, δεξιός, απαιτούμενος, σωστός, εφαρμόσιμος, ταιριαστός, πρέπων, κατάλληλος, βολικός, δικαίωμα, σφετερίζομαι, σκόπιμος, οικειοποιούμαι, επίκαιρος, πρόσφορος, σχετικός, σχετικές, σχετικών, σχετική, σχετικό
Pertinent στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abats στα ελληνικά - δέρνω, χτυπώ, νικώ, εντόσθια όρνιθας, συκοτάκια πουλιών, τα εντόσθια, τα εντόσθιά τους, ...
  • abcès στα ελληνικά - έλκος, απόστημα, αποστήματος, αποστημάτων, αποστήματα, απόστημα του
  • abordée στα ελληνικά - απευθύνεται, που απευθύνεται, απευθύνονται, αντιμετωπιστούν, αντιμετωπιστεί
  • agrégat στα ελληνικά - συσσωμάτωμα, συνολικός, σύνολο, συνολικό, συνολική, συνολικά
Τυχαίες λέξεις
Pertinent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιρρεπής, δεξιός, απαιτούμενος, σωστός, εφαρμόσιμος, ταιριαστός, πρέπων, κατάλληλος, βολικός, δικαίωμα, σφετερίζομαι, σκόπιμος, οικειοποιούμαι, επίκαιρος, πρόσφορος, σχετικός, σχετικές, σχετικών, σχετική, σχετικό