Peupler στα ελληνικά
Μετάφραση: peupler, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάσος, άνθρωπος, κανονίζω, άνθρωποι, εγκαθίσταμαι, αναδασώνω, κόσμος, κατοικώ, συμπληρώσετε, συμπλήρωση, κατοικηθεί, τη συμπλήρωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accostant στα ελληνικά - σύνδεσης, docking, βάση σύνδεσης, βάση σύνδεσης για, υποδοχής
- attrapèrent στα ελληνικά - αλιεύονται, που αλιεύονται, αλιευθεί, αλιεύεται, έχουν αλιευθεί
- brûler στα ελληνικά - αποτεφρώνω, ζέστη, ζεματίζω, λάμψη, φλόγες, ζεσταίνω, απολύω, ...
- communs στα ελληνικά - κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Τυχαίες λέξεις
Peupler στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάσος, άνθρωπος, κανονίζω, άνθρωποι, εγκαθίσταμαι, αναδασώνω, κόσμος, κατοικώ, συμπληρώσετε, συμπλήρωση, κατοικηθεί, τη συμπλήρωση
Μεταφράσεις: δάσος, άνθρωπος, κανονίζω, άνθρωποι, εγκαθίσταμαι, αναδασώνω, κόσμος, κατοικώ, συμπληρώσετε, συμπλήρωση, κατοικηθεί, τη συμπλήρωση