Piège στα ελληνικά
Μετάφραση: piège, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δόλωμα, ορυχείο, κράχτης, καρτέρι, παγίδα, ενέδρα, λάκκος, παγιδεύω, παγίδας, παγιδεύουν, παγίδευσης, την παγίδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affûtant στα ελληνικά - ακόνισμα, ακονισμα, όξυνση, όξυνσης, ακονίσματος
- alise στα ελληνικά - Alise, εκδηλωθούν, συνειδητοποιούν, η Alise, Το Alise
- bouleversèrent στα ελληνικά - ταραγμένος, αναστατώνω, συγκλονίζεται, συνταράξει, συντάραξαν, συγκλόνισε, συντάραξε
Τυχαίες λέξεις
Piège στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δόλωμα, ορυχείο, κράχτης, καρτέρι, παγίδα, ενέδρα, λάκκος, παγιδεύω, παγίδας, παγιδεύουν, παγίδευσης, την παγίδα
Μεταφράσεις: δόλωμα, ορυχείο, κράχτης, καρτέρι, παγίδα, ενέδρα, λάκκος, παγιδεύω, παγίδας, παγιδεύουν, παγίδευσης, την παγίδα