Λέξη: δίπλωμα
Σχετικές λέξεις: δίπλωμα
δίπλωμα επαγγελματικής κατάρτισης εκπαιδευτή υποψηφίων οδηγών, δίπλωμα χαρτοπετσέτας, δίπλωμα αυτοκινήτου, δίπλωμα α2, δίπλωμα μοτοσυκλέτας, δίπλωμα οδήγησης, δίπλωμα πιλότου, δίπλωμα επαγγελματικής ειδικότητας επιπέδου 4, δίπλωμα μηχανής προσφορά, δίπλωμα οδήγησης μηχανής, δίπλωμα μηχανής, διεθνές δίπλωμα
Συνώνυμα: δίπλωμα
πτυχή, στάνη, μάνδρα, σούρα, βαθμός, πτυχίο, κοινωνική θέση, βαθμός συγκρίσεως, μοίρα
Μεταφράσεις: δίπλωμα
δίπλωμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
diploma, degree, fold, Patent, a diploma
δίπλωμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
título, diploma, diploma de, el diploma, diplomado
δίπλωμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abgangszeugnis, diplom, Diplom, Diploms
δίπλωμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brevet, certificat, diplôme, un diplôme, diplome, diplôme de
δίπλωμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diploma, diploma di, il diploma, dei diplomi Il, diplomato
δίπλωμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
diploma, diploma de, diploma do, diplomas, o diploma
δίπλωμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
akte, diploma, bul, brevet, Diplomaoverzicht, diploma van, het Diploma
δίπλωμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грамота, аттестат, свидетельство, диплом, удостоверение, диплома, Diploma, дипломом, диплому
δίπλωμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
diplom, Diploma, vitnemål, vitnemålet, Diplom
δίπλωμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diplom, examensbevis, examens, utbildningsbevis, examensbeviset
δίπλωμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tutkintotodistus, diplomi, tutkintotodistuksen, tutkintotodistusta, diplomin
δίπλωμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
diplom, eksamensbevis, Diploma, eksamensbeviset
δίπλωμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
diplom, vysvědčení, Diplomová, diplomové, diplomu, k diplomu
δίπλωμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dyplom, dyplomu, dyplomowy, diploma, dyplomy
δίπλωμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
diploma, oklevél, oklevelet, diplomát, oklevéllel
δίπλωμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
diploma, diploması, bir diploma, Düzey Diploma
δίπλωμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грамота, атестат, диплом, посвідчення, реферати, дипломи
δίπλωμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
diplomë, diploma, diplomës, diploma e, Diplomën e
δίπλωμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диплом, диплома, грамота, дипломата
δίπλωμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыплом, дыплём
δίπλωμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
diplom, lõputunnistus, diplomi, diplomit, diplomiga
δίπλωμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
diploma, diplomu, diplome, diplomski, diplomskog
δίπλωμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prófskírteini, Diplóma, Diplómanám, Diplomová, prófskírteinið
δίπλωμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
diplomas, diplomą, diplomo, diploma
δίπλωμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
diploms, diplomu, diploma, diplomi
δίπλωμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
диплома, диплома за, дипломата, диплома од, студии
δίπλωμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
diplomă, diploma, diplome, diploma De, diplomă de
δίπλωμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
diplom, diploma, Diplomsko, diplomo, diplomi
δίπλωμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
diplomový, diplom, titul, diplomu, vzdelanie
Στατιστικά δημοτικότητας: δίπλωμα
Τυχαίες λέξεις