Piper στα ελληνικά
Μετάφραση: piper, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρυφοκοιτάζω, αυλητής, Piper, αυλητή, της Piper, του Piper
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accréditant στα ελληνικά - διαπίστευσης, διαπίστευση, πιστοποίησης, διαπιστεύει, διαπίστευσης που
- amoindris στα ελληνικά - εξαντλώ, μειώνω, μειώνεται, μειώθηκε, μειωμένη, μειωθεί, μειώθηκαν
- assiduité στα ελληνικά - σταθερός, εφαρμογή, ζήλος, θάρρος, χρήση, λαύρα, προθυμία, ...
Τυχαίες λέξεις
Piper στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρυφοκοιτάζω, αυλητής, Piper, αυλητή, της Piper, του Piper
Μεταφράσεις: κρυφοκοιτάζω, αυλητής, Piper, αυλητή, της Piper, του Piper