Productivité στα ελληνικά
Μετάφραση: productivité, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγωγικότητα, παραγωγικότητας, της παραγωγικότητας, την παραγωγικότητα, η παραγωγικότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adaptèrent στα ελληνικά - προσαρμόζονται, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένα, προσαρμοσμένες
- amarrant στα ελληνικά - προσόρμιση, πρόσδεσης, ελλιμενισμού, αγκυροβόλησης, αγκυροβόλιο
- bandage στα ελληνικά - εξαντλώ, επίδεσμος, στεφάνι, δέσιμο, στεφάνη, κουράζω, ταινία, ...
Τυχαίες λέξεις
Productivité στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγωγικότητα, παραγωγικότητας, της παραγωγικότητας, την παραγωγικότητα, η παραγωγικότητα
Μεταφράσεις: παραγωγικότητα, παραγωγικότητας, της παραγωγικότητας, την παραγωγικότητα, η παραγωγικότητα