Λέξη: μίξερ
Σχετικές λέξεις: μίξερ
μίξερ με καδο, μίξερ χειρός kmix hm791, μίξερ izzy, μίξερ cooks professional 800 watt, μίξερ kitchenaid, μίξερ bosch, μίξερ kenwood, μίξερ χειρός, μίξερ χειρός russell hobbs allure 18275, μίξερ φραπέ
Συνώνυμα: μίξερ
αναδευτήρας
Μεταφράσεις: μίξερ
μίξερ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mixer, blender, mixers, the mixer, of blender
μίξερ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
batidora, licuadora, mezclador, la licuadora, mezcladora
μίξερ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mischapparat, mischpult, mixer, Mixer, Mischer, Misch
μίξερ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agitateur, mixer, mélangeur, mixeur, blender, malaxeur
μίξερ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
miscelatore, frullatore, blender, mixer, del frullatore
μίξερ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
liqüidificador, liquidificador, misturador, blender, misturadora
μίξερ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blender, mixer, menger, vaatwasmachine, -bout
μίξερ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
смеситель, месилка, миксер, мешалка, Blender, блендер, блендера
μίξερ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blender, Hurtigmikser, fryseboks, grill, blenderen
μίξερ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mixer, Hushållsapparat, blandare, bländare, Apparat
μίξερ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vatkain, tehosekoitin, sekoitin, Blender, sekoittimessa, sekoittimen
μίξερ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blender, blenderen, mixer, blander
μίξερ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
míchadlo, mixér, Blender, mixéru, míchačka, míchač
μίξερ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mieszarka, mieszadło, mieszacz, mikser, konsoleta, blender, mieszarki, blendera, mieszarce
μίξερ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
keverőgép, turmixgép, keverőben, turmixgépben, mixer
μίξερ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karıştırıcı, blender, Mikseri, blenderi, bir blender
μίξερ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
змішано-верхній, змішувач, Смеситель
μίξερ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
blender, përzierje, i perzjerjes, perzjerjes, perzjeres
μίξερ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
миксер, общителен човек, бъркачка, смесител, блендер, пасатор
μίξερ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
змяшальнік, змешвальнік
μίξερ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kraanisegisti, mikser, segisti, blender, segistis, kannmikseri, mikserisse
μίξερ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
miješalo, mikser, miješalica, mješalice, miješalice, blender
μίξερ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blender, Blandari, blandara, blandarinn
μίξερ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maišiklis, maišytuvo, blender, maišytuvas, trintuvo
μίξερ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
blenderis, blenderī, homogenizators, blendera, mikseris
μίξερ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
блендер, миксер, мешалка, блендерот, мешалката
μίξερ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
blender, amestecător, mixer, blenderului, malaxor
μίξερ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mešalnik, mešalec, mešalnika, Mešalni, blender
μίξερ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mixér, mixéry, šľahač, miešač
Στατιστικά δημοτικότητας: μίξερ
Τυχαίες λέξεις