Λέξη: διαφθείρω

Σχετικές λέξεις: διαφθείρω

διαφθείρω αοριστοσ, διαφθείρω αρχικοι χρονοι αρχαια, διαφθείρω αρχικοι χρονοι, διαφθείρω λεξικο, διαφθείρω συνώνυμο, διαφθείρω παραγωγα, διαφθείρω συνώνυμα, διαφθείρω αρχαια, διαφθείρω χρονικη αντικατασταση, διαφθείρω σημασία

Συνώνυμα: διαφθείρω

φθείρω, διαφθείρομαι, φθείρομαι, δωροδοκώ, εξαχρειώ, εξαχρειώνω, αποθαρρύνω, σπάω το ηθικό

Μεταφράσεις: διαφθείρω

διαφθείρω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
corrupt, deprave, demoralize, debauch

διαφθείρω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pervertir, estragar, depravar, deprave, depravará

διαφθείρω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestechen, korrupt, bestechlich, verdorben, verfault, verderben, deprave, zu verderben, verderben Sie

διαφθείρω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suborner, vicier, déranger, contaminer, débiffer, corrompu, gâter, détraquer, pervertir, corruptible, abîmer, altérer, démantibuler, vénal, avarier, corrompre, dépraver, depraver, dépravent, deprave

διαφθείρω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
depravare, deprave, corrompere, depravazione

διαφθείρω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corromper, depravar, depravam, deprave, depravam a, licenciosos depravam

διαφθείρω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bederven, verderven, ontaarden, corrumperen, doen ontaarden

διαφθείρω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подкупить, развратить, продажный, разлагаться, подкупать, развращенный, испорченный, растленный, развращать, коррумпированный, подкупной, недостоверный, развращаться, развращают, растлеванию, растлевать

διαφθείρω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestikke, deprave

διαφθείρω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fördärvar

διαφθείρω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pilata, mätä, lahjoa, turmeltunut, turmella

διαφθείρω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fordærve

διαφθείρω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
narušit, úplatný, zkomolit, úplatkářský, podplácet, zkazit, podplatit, nakazit, prodejný, zkazit mravně, pokazit mravně

διαφθείρω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
psuć, skorumpować, korumpować, zepsuty, zepsuć, skazić, sprzedajny, zdeprawować, gorszyć, demoralizować, psuć moralnie

διαφθείρω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korrupt, lezülleszt, megront, rontják

διαφθείρω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayartmak, ahlâkını bozmak, baştan çıkarmak

διαφθείρω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розбестити, підкупити, недостовірний, розбещувати, розбещуватимуть, розбещує, розбещуватиме

διαφθείρω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
josh, prish, shtrembëroj

διαφθείρω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
развалям, покварявам, развращава

διαφθείρω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разбэшчваць, рабiць гэта, рабiць гэта ў

διαφθείρω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rikkuma, korrumpeerunud, paheline, halvale teele saatma, kõlbeliselt rikkuma

διαφθείρω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podmititi, pokvaren, nečist, podmitljiv, podrivati, izopačivati, lišiti, izopačavati, kvariti

διαφθείρω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afbaka, deprave

διαφθείρω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tvirkinti, gadinti, ištvirkinti, Korumpować, Demoralizować

διαφθείρω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
samaitāt

διαφθείρω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изопачи, ја изопачи

διαφθείρω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
corupe, strica, alterati, altera, deprava

διαφθείρω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pokvarjen, Podrivati

διαφθείρω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
valný, úplatný, pokaziť, skaziť
Τυχαίες λέξεις