Profession στα ελληνικά
Μετάφραση: profession, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπόθεση, εξομολόγηση, δουλειές, θρησκεία, κατοχή, ρυτίδα, δουλειά, κοινότητα, σκάφος, γραμμή, επιτήδευμα, κατάληψη, καριέρα, παρατάσσω, εμπόριο, επιχείρηση, επάγγελμα, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affaiblis στα ελληνικά - αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, αποδυναμωθεί, αποδυνάμωσε, εξασθένησε, αποδυναμώνεται, εξασθενημένο
- bourrez στα ελληνικά - πράμα, υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, προσωπικό
- cirées στα ελληνικά - κερωμένο, κερωμένη, waxed, κηρωμένο, κερωμένα
- collées στα ελληνικά - κολλημένα, κολλημένο, κολλημένη, κολλημένες, κολληθεί
Τυχαίες λέξεις
Profession στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπόθεση, εξομολόγηση, δουλειές, θρησκεία, κατοχή, ρυτίδα, δουλειά, κοινότητα, σκάφος, γραμμή, επιτήδευμα, κατάληψη, καριέρα, παρατάσσω, εμπόριο, επιχείρηση, επάγγελμα, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα
Μεταφράσεις: υπόθεση, εξομολόγηση, δουλειές, θρησκεία, κατοχή, ρυτίδα, δουλειά, κοινότητα, σκάφος, γραμμή, επιτήδευμα, κατάληψη, καριέρα, παρατάσσω, εμπόριο, επιχείρηση, επάγγελμα, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα