Λέξη: συζήτηση

Σχετικές λέξεις: συζήτηση

συζήτηση με τ9, συζήτηση αγόρι με κορίτσι, συζήτηση συνώνυμα, συζήτηση ενστάσεων κτηματολογίου, συζήτηση συνώνυμο, συζήτηση ονειροκρίτης, συζήτηση με τον θεό, συζήτηση και ψήφιση ενός νομοσχεδίου ή μιας πρότασης νόμου στη βουλή, συζήτηση και ψήφιση ενός νομοσχεδίου, συζήτηση με το θεό ταινια

Συνώνυμα: συζήτηση

διαμάχη, διένεξη, φιλινικία, έριδα, αμφισβητώ, επιχείρημα, λογομαχία, ερώτηση, ζήτημα, απορία, πρόβλημα, αμφισβήτηση, πολεμική διαμάχη, αντιλογία, φιλονικία, συνομιλία, κουβέντα, συνδιάλλαξη, συνδιάλεξη, σύσκεψη, διαβούλευση, μελέτη, περίσκεψη

Μεταφράσεις: συζήτηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
discussion, debate, conversation, question, the debate
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
discutir, discusión, debatir, debate, la discusión, debates, análisis
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
debattieren, wortstreit, auseinandersetzung, diskussion, unterhaltung, streiten, debatte, disputation, besprechung, Diskussion, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
débattre, discuter, débattez, débat, débattent, discussion, délibérer, débats, débattons, discussions, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
discussione, disputa, dibattito, di discussione, forum di discussione, discussioni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
discutível, debate, discuta, debater, discussão, conversa, discussões, de discussão
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
debat, discussie, bespreking, gesprek, discussies
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
открыть, взвешивать, дебатировать, диспут, объяснение, дискуссия, дискутировать, переговоры, обсудить, дебаты, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
diskusjon, debatt, diskusjonen, drøfting, diskusjons, omtale
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
debatt, debattera, diskutera, diskussion, diskussionen, diskusstion, diskuss, diskussioner
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keskustelu, kiistellä, neuvottelu, väittely, kiista, sanailu, vuoropuhelu, punnita, keskustelua, keskustelun, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
drøftelse, debat, diskussion, diskutere, drøftelser, diskussionen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozprávět, projednání, diskuse, diskutovat, uvažovat, rokovat, rokování, debata, jednání, disputace, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obmyślać, debata, dyskutować, omówienie, dyskusja, omawiać, debatować, debatowanie, dyskusji, dyskusję, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megbeszélés, vita, vitát, beszélgetés, beszélgetést
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sohbet, tartışma, görüşme, tartışmak, tartışması, tartışılması, tartışmalar, bir tartışma
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
суперечки, дискусія, обговорення, обговорити, дебати, переговори, Обсуждение
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
luftoj, diskutim, diskutimi, diskutime, diskutim i, diskutimet
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прения, разискване, дискусия, обсъждане, дискусии, дискусията, обсъждането
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абмеркаванне, Размовы, Размовы пра, Абмеркаваньне, Размова
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väitlus, arutlema, diskussioon, vaidlema, arutelu, diskussiooni, arutelusid, arutelust, arutamine
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rasprava, diskutirati, debatirati, raspravljanje, Razgovor, diskusija, rasprave, raspravu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
umræða, umfjöllun, umræðu, umræður, fjallað
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
disputatio, confero
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
diskusija, diskutuoti, ginčytis, debatai, diskusijos, diskusijų, diskusiją, aptarimas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apspriešana, strīdēties, pārrunas, diskusija, debates, diskusijas, diskusiju, diskusijā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дискусија, дискусијата, за дискусија, расправа, разговор
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
discuţie, dezbatere, discuție, discuții, discuția, discutie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
debata, razprava, pogovor, diskusija, razpravo, razprave
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
debata, diskutovať, diskusia, diskusie

Στατιστικά δημοτικότητας: συζήτηση

Τυχαίες λέξεις