Puissance στα ελληνικά
Μετάφραση: puissance, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγωγή, παράσταση, κύριος, κύρος, προτέρημα, εξαναγκάζω, λικνίζομαι, αρετή, πρακτορείο, απόδοση, νεύρο, μπορούσα, υπηρεσία, ρώμη, σθένος, μυς, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affilient στα ελληνικά - προσκτώμαι, προσχωρώ, θυγατρικών, θυγατρική, θυγατρικής, Affiliate, εταιρικά
- autorisation στα ελληνικά - επιτρέπω, άδεια, ένταλμα, εξουσιοδότηση, άδειας, έγκριση, αδείας
- chagrinés στα ελληνικά - αδικημένοι, θιγόμενο, αδικηθεί, ζημιωθέντων, ζημιωθέντες
- clinquant στα ελληνικά - ερμηνεία, λούστρο, εξήγηση, λάμψη, αγριοκοιτάζω, λουσάτος, πούλιες, ...
Τυχαίες λέξεις
Puissance στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγωγή, παράσταση, κύριος, κύρος, προτέρημα, εξαναγκάζω, λικνίζομαι, αρετή, πρακτορείο, απόδοση, νεύρο, μπορούσα, υπηρεσία, ρώμη, σθένος, μυς, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
Μεταφράσεις: παραγωγή, παράσταση, κύριος, κύρος, προτέρημα, εξαναγκάζω, λικνίζομαι, αρετή, πρακτορείο, απόδοση, νεύρο, μπορούσα, υπηρεσία, ρώμη, σθένος, μυς, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ