Λέξη: κουρελιασμένος

Συνώνυμα: κουρελιασμένος

τραχύς

Μεταφράσεις: κουρελιασμένος

κουρελιασμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ragged, tattered

κουρελιασμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desigual, andrajoso, andrajosa, hecha jirones, tattered, jirones

κουρελιασμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dilettantisch, struppig, zottig, zerlumpt, zerfetzt, zerrissen, tattered, zerfetzten

κουρελιασμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abrupt, accidenté, loqueteux, âpre, rude, inégal, loqueteuse, rêche, rugueux, cassant, dépenaillé, déguenillé, en lambeaux, lambeaux, déchiré, loques, déchiré en lambeaux

κουρελιασμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sbrindellato, stracciato, brandelli, tattered, a brandelli

κουρελιασμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esfarrapado, esfarrapada, esfarrapadas, rasgado, rasgada

κουρελιασμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gehavend, flarden, gescheurde, aan flarden, tattered

κουρελιασμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
драный, потрепанный, шероховатый, ободранный, небрежный, обшарпанный, зазубренный, нечесаный, оборванный, изорванный, неровный, косматый, поношенный, рваный, неотделанный, Побитый, Tattered, Изодранный

κουρελιασμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ujevn, fillete, tattered, frynsete

κουρελιασμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trasig, sliten, trasiga, tattered, söndersliten

κουρελιασμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nukkavieru, resuinen, virttynyt, repaleinen, tattered, repaleiset, lyhdyt piiloon, rikkinäiset

κουρελιασμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lasede, laset, forhutlet, frynset, flossede

κουρελιασμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drsný, nerovný, potrhaný, rozedraný, potrhané, otrhaný, rozedraná

κουρελιασμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niestaranny, szorstki, obszarpany, nędzny, wyboisty, chropowaty, nierówny, obdarty, oberwany, tattered, postrzępione

κουρελιασμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rongyos, szakadozott, szakadt, a rongyos, tépett

κουρελιασμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
paramparça, püskü, tattered, yırtık pırtık, lime lime

κουρελιασμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лють, обірваний, обідраний, обшарпаний, обдертий

κουρελιασμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
leckosur, copë e çikë, i leckosur

κουρελιασμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дрипав, съдран, парцалив, одран, парцаливи

κουρελιασμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абарваны, абадраны, абшарпаны, падзёрты

κουρελιασμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
narmendav, kärisev, räbaldunud, lõhkirebitud, sasitud, närune, Repaleinen

κουρελιασμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dronjav, razderani, većinom poderana, pohabana, poderane

κουρελιασμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Tattered, skörðótt

κουρελιασμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuplyšęs, Oberwany, suplyšę, nuskaręs, Noplīsis

κουρελιασμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noplīsis, skrandains

κουρελιασμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
искината, испокинати, распарталените

κουρελιασμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ferfenițos, tattered, zdrențuită, zdrențuite, zdrențuit

κουρελιασμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
raztrgano, razmršene, raztrgane, Dronjav, mimo razmršene

κουρελιασμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
potrhaný, roztrhnutý, roztrhaný, nachádza roztrhnutý, dotrhanú
Τυχαίες λέξεις