Simplification στα ελληνικά
Μετάφραση: simplification, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστολή, αναγωγή, απλοποίηση, μείωση, απλούστευση, απλούστευσης, απλοποίησης, την απλούστευση
Μεταφράσεις
- accouplement στα ελληνικά - απομόνωση, αρπάζω, συνουσία, γύρος, κύκλωμα, κλώσημα, σύνδεση, ...
- admiratrice στα ελληνικά - θαυμαστής, θαυμαστή, λάτρης, θαυμάστρια, θαυμαστής του
- boudés στα ελληνικά - απέφευγε, αποφεύγουν, αποφεύγονται, απέφυγε, απέφυγαν
- collaboration στα ελληνικά - συμβολή, συνεργασία, συνεισφορά, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, η συνεργασία
Τυχαίες λέξεις
Simplification στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστολή, αναγωγή, απλοποίηση, μείωση, απλούστευση, απλούστευσης, απλοποίησης, την απλούστευση
Μεταφράσεις: περιστολή, αναγωγή, απλοποίηση, μείωση, απλούστευση, απλούστευσης, απλοποίησης, την απλούστευση