Λέξη: φιλελεύθερος

Σχετικές λέξεις: φιλελεύθερος

φιλελεύθερος αγγελίες, φιλελεύθερος σοσιαλισμός, φιλελεύθερος όπως στο χαρτί, φιλελεύθερος εφημερίδα παροσ, φιλελεύθερος πάρος, φιλελεύθερος εθνικισμός, φιλελεύθερος κύπρου, φιλελεύθερος πάρου, φιλελεύθερος εφημερίδα κύπρου, φιλελεύθερος εξισωτισμός

Συνώνυμα: φιλελεύθερος

ανοικτοχέρης, ελευθέριος, μπόλικος, γεναιόδωρος, ανεκτικός

Μεταφράσεις: φιλελεύθερος

φιλελεύθερος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
liberal, newspaper, Phileleftheros, a liberal, libertarian

φιλελεύθερος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
generoso, dadivoso, liberal, liberales, liberal de

φιλελεύθερος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freiheitlich, freigebig, freigiebig, weitherzig, liberale, liberal, freisinnig, großzügig, liberalen, liberaler

φιλελεύθερος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
libéral, large, généreux, libérale, libéraux, libérales, des libéraux

φιλελεύθερος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
generoso, liberale, liberali, liberal, liberista

φιλελεύθερος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
liberal, liberais

φιλελεύθερος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mild, liberaal, vrijzinnig, liberale, vrije, de liberale

φιλελεύθερος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
либеральный, свободомыслящий, небуквальный, либерал, гуманитарный, щедрый, свободный, великодушный, обильный, тороватый, либеральная, либеральной, либерально

φιλελεύθερος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gavmild, liberal, liberale, liberalt

φιλελεύθερος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
liberal, liberala, liberalt, frisinnad, frisinnade

φιλελεύθερος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vapaa, antelias, aulis, liberaalinen, ennakkoluuloton, liberaali, vapaiden, liberaalin, liberaalien, liberaalia

φιλελεύθερος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
liberal, liberale, liberalt, Venstres, liberale og

φιλελεύθερος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svobodný, velkorysý, šlechetný, liberál, liberální, štědrý, svobodomyslný, liberálnější, liberálně, liberála

φιλελεύθερος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
liberalny, tolerancyjny, liberał, pobłażliwy, hojny, liberalne, liberalnym, liberalna

φιλελεύθερος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
liberális, nagyvonalú, a liberális, liberálisabb, szabadelvű

φιλελεύθερος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
erkinci, cömert, liberal, liberal bir, serbest, özgürlükçü

φιλελεύθερος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лико, ліберальний, ліберальніший, найліберальніший

φιλελεύθερος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
liberal, Liberale, liberalë, Liberale e

φιλελεύθερος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
либерален, либералната, либерална, либерално, либералния

φιλελεύθερος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ліберальны, Ліберальная, лібэральны

φιλελεύθερος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahke, liberaalne, liberaal, liberaalse, liberaalsed, liberaalset, liberaalsema

φιλελεύθερος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slobodouman, širokogrudan, liberal, liberalan, liberalni, liberalna, liberalno

φιλελεύθερος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frjálslynda, frjálslynd, frjálslyndur, frjálslyndari, frjálslyndi

φιλελεύθερος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
liberalus, liberali, liberalios, liberalai, liberalas

φιλελεύθερος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
liberālis, liberāla, liberāli, liberālā, liberālu

φιλελεύθερος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
либерални, либералните, либералната, либерална, либерален

φιλελεύθερος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
liberal, liberală, liberale, liberala

φιλελεύθερος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
liberální, liberal, liberalni, liberalna, liberalno, liberalen

φιλελεύθερος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
liberál, liberálny, liberálne, liberálnej, liberálna, liberálni

Στατιστικά δημοτικότητας: φιλελεύθερος

Τυχαίες λέξεις