Surcroît στα ελληνικά

Μετάφραση: surcroît, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όγκος, απολαβή, ανάπτυξη, πρόσφυση, αυξάνω, ορθώνομαι, επαύξηση, αύξηση, πρόσθετος, προσαύξηση, επιπρόσθετος, ανατέλλω, αυξάνομαι, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
Surcroît στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adjoignez στα ελληνικά - συνενώνω, ενοποιώ
  • bassement στα ελληνικά - basely
  • coagulé στα ελληνικά - έπηξε, θρομβώθηκε, θρομβώνονται, θρομβώθηκαν, θρομβώνεται
  • compensa στα ελληνικά - αντισταθμίζεται, αποζημιωθούν, αποζημιώνονται, αντισταθμίζονται, αποζημιωθεί
Τυχαίες λέξεις
Surcroît στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όγκος, απολαβή, ανάπτυξη, πρόσφυση, αυξάνω, ορθώνομαι, επαύξηση, αύξηση, πρόσθετος, προσαύξηση, επιπρόσθετος, ανατέλλω, αυξάνομαι, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης