Επαύξηση στα γαλλικά
Μετάφραση: επαύξηση, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accroissement, renforcement, augmentation, surcroît, renfort, incrément, minimum, incrémentation
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επαύξηση
αύξηση /μείωση ισχύος υφιστάμενης ηλεκτροδότησης, επαύξηση ρεύματος, επαύξηση ισχύος, επαύξηση περιουσίας, επαύξηση ισχύος υφιστάμενης ηλεκτροδότησης, επαύξηση λεξικό γλώσσας γαλλικά, επαύξηση στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- επαφή στα γαλλικά - union, fusionnement, contacter, liaison, réunion, plot, couplage, ...
- επαχθής στα γαλλικά - incommode, embarrassant, pesant, onéreux, lourd, suant, pénible, ...
- επείγων στα γαλλικά - laborieux, impérieux, studieux, appliqué, assujettissant, assidu, pressant, ...
- επεισόδιο στα γαλλικά - fortuit, événement, propre, accidentel, convenable, incident, épisode, ...
Τυχαίες λέξεις
Επαύξηση στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: accroissement, renforcement, augmentation, surcroît, renfort, incrément, minimum, incrémentation
Μεταφράσεις: accroissement, renforcement, augmentation, surcroît, renfort, incrément, minimum, incrémentation