Λέξη: αγόρι

Σχετικές λέξεις: αγόρι

αγόρι μου τζένη βάνου, αγόρι μου τζένη βάνου στίχοι, αγόρι μου, αγόρι μου στολίδι μου, αγόρι ή κορίτσι, αγόρι ή κορίτσι εγκυμοσύνη, αγόρι ονειροκρίτης, αγόρι μου στίχοι, αγόρι ή κορίτσι κινέζικο ημερολόγιο

Συνώνυμα: αγόρι

παιδί

Μεταφράσεις: αγόρι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
boy, guy, young boy, a boy
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hijo, muchacho, chico, chiquillo, niño, boy, niño de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bube, sohn, knabe, bub, junge, Junge, Jungen, boy, Knabe
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gosse, gamin, serviteur, on, garçon, fils, gars, galopin, enfant, boy, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ragazzo, figlio, bambino, boy, ragazzino, ragazzo di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rapaz, criado, menino, filho, garoto, boy, do menino
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zoon, knaap, jongen, boy, jongen van, De jongen, jongetje
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разносчик, дружище, парень, хлопец, мальчик, паренек, голыш, сын, шкет, старина, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gutt, sønn, gutten, boy, guttens
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gosse, pojke, son, pojken, boy
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nappula, nassikka, naskali, poika, viikari, kundi, boy, pojan, poikaa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
søn, dreng, tjener, drengen, boy, drenge
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hoch, syn, kluk, chlapec, pejsek, boy, kocourek
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
malec, chłopiec, chłopczyk, syn, chłopak, piesek, boy, chłopca, chłopcem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fiú, fiút, fiúsok, boy
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oğlan, oğul, erkek, çocuk, erkek çocuk, bir çocuk
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хлопчик, хлопець, старовина, старина, сине, бій, мальчик
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
djalë, djali, djalë i, boy, djalosh
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
момче, момчето, момченце, дете
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сын, хлопчык, хлопец
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nooruk, poeg, poiss, boy, poisi, poissi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dečko, momak, mladić, sluga, dječak, dječaka
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveinn, drengur, Boy, drengurinn, strákur, strákurinn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
puer
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
berniukas, vaikinas, sūnus, Boy, Vaikinas, berniuką
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dēls, zēns, puika, boy, puisis
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
синот, момче, момчето, детето, машко, дете
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
biat, fecior, băiat, fiu, baiat, băiatul, boy, băiete
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fant, boy, deček, fanta
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chlapec, boy

Στατιστικά δημοτικότητας: αγόρι

Τυχαίες λέξεις