Tôt στα ελληνικά

Μετάφραση: tôt, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντομος, πρώιμος, σύντομα, νωρίς, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
Tôt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agglomérons στα ελληνικά - συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, με μορφή συσσωματώματος
  • bateau-citerne στα ελληνικά - δεξαμενόπλοιο, δεξαμενόπλοιου, δεξαμενόπλοια, πετρελαιοφόρο, πετρελαιοφόρου
  • choyons στα ελληνικά - πτώση, πέφτω, εκπίπτω, παραχαϊδεύω, περιποιηθείτε, περιποιηθείτε τον, να περιποιηθείτε, ...
  • ciselés στα ελληνικά - λαξευμένη, λαξευμένο, σμιλεύονται, σμιλευμένο, λαξευτούς
Τυχαίες λέξεις
Tôt στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντομος, πρώιμος, σύντομα, νωρίς, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές