Tirèrent στα ελληνικά
Μετάφραση: tirèrent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκάγια, πυροβολώ, πυροβόλησα, πυροβολισμός, καύση, απολύθηκε, τροφοδοτούνται, με καύση, που τροφοδοτούνται
Μεταφράσεις
- accrédité στα ελληνικά - διαπιστευμένος, διαπιστευμένο, διαπιστευμένων, διαπιστευμένους, διαπιστευμένοι
- adhérèrent στα ελληνικά - τηρούνται, τηρηθεί, τηρηθούν, προσκολλάται, τηρείται
- affleurez στα ελληνικά - επίπεδο
- bassinée στα ελληνικά - Bassine
Τυχαίες λέξεις
Tirèrent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκάγια, πυροβολώ, πυροβόλησα, πυροβολισμός, καύση, απολύθηκε, τροφοδοτούνται, με καύση, που τροφοδοτούνται
Μεταφράσεις: σκάγια, πυροβολώ, πυροβόλησα, πυροβολισμός, καύση, απολύθηκε, τροφοδοτούνται, με καύση, που τροφοδοτούνται