Λέξη: αυτοκόλλητο

Σχετικές λέξεις: αυτοκόλλητο

αυτοκόλλητο πάτωμα, αυτοκόλλητο σουτιέν σιλικόνης, αυτοκόλλητο ικα 2014, αυτοκόλλητο τοίχου, αυτοκόλλητο χαρτί, αυτοκόλλητο carbon, αυτοκόλλητο ικα, αυτοκόλλητο velcro, αυτοκόλλητο καθρέφτης, αυτοκόλλητο α4

Συνώνυμα: αυτοκόλλητο

αυτοκολλητό

Μεταφράσεις: αυτοκόλλητο

αυτοκόλλητο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sticker, patch, adhesive, a sticker

αυτοκόλλητο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pegatina, etiqueta engomada, Pegatina, engomada, Etiqueta, la etiqueta engomada

αυτοκόλλητο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufkleber, dolch, pickel, etikett, stachel, dorn, schlächter, schlachtmesser, ladenhüter, hocker, klebezettel, knöllchen, Aufkleber, Sticker, unsere Aufkleber

αυτοκόλλητο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
piquant, label, étiquette, épine, vignette, poignard, autocollant, sticker, autocollant de

αυτοκόλλητο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sticker, autoadesivo, Adesivo, dell'autoadesivo, l'autoadesivo

αυτοκόλλητο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
punhal, estrepe, pico, etiqueta, colar, vara, espinho, espetar, adesivo, Adesivos, sticker, autocolante, Etiqueta

αυτοκόλλητο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spin, dolk, sluitzegel, wervelkolom, stekel, sticker, doorn, De Sticker, De Sticker van, Sticker van de

αυτοκόλλητο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шип, приверженец, липучий, объявление, афиша, загадка, наклейка, кинжал, этикетка, наклейки, стикер, стикера, наклейку

αυτοκόλλητο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Sticker, klistremerke, klistremerket, klistremerke med

αυτοκόλλητο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klistermärke, klistermärken, Ticker, Sticker

αυτοκόλλητο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piikki, tikari, tarra, oka, neulanen, Sticker, tarran, Tarrasetti

αυτοκόλλητο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Sticker, klistermærke, mærkat, til bil

αυτοκόλλητο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
štítek, nálepka, Sticker, samolepka, Sticker na, samolepka na auto

αυτοκόλλητο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
majcher, profilarka, nalepka, przylepka, naklejka, rzeźnik, naklejki, Sticker

αυτοκόλλητο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
böllér, henteskés, matrica, Sticker, matricát, történetekkel Matricás, Ragacsos

αυτοκόλλητο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
diken, etiket, Sticker, Plaka, plakası, çıkartma

αυτοκόλλητο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
об'явлення, афіша, загадка, етикетка, прихильник, наклейка, наліпка, Наклейки, Ярлик, наклейку

αυτοκόλλητο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjemb, afishe, Sticker, afishesh, afishe me

αυτοκόλλητο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
количка, етикет, стикер, Sticker, стикери, Лепенка

αυτοκόλλητο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
налепка, наклейка

αυτοκόλλητο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kleeps, kleebis, Sticker, kleebise, kleebist, kleebisel

αυτοκόλλητο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naljepnica, Sticker, naljepnicu, naljepnice, zonama

αυτοκόλλητο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Límmiði, límmiða, Sticker, PP límmiða, límmiðann

αυτοκόλλητο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
durklas, lipdukas, įklija, Sticker, lipduką

αυτοκόλλητο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzelonis, ērkšķis, adata, duncis, uzlīme, Sticker, kategorijas uzlīme, ielīme, parauga ielīme

αυτοκόλλητο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
налепница, налепници, налепницата, лепенка

αυτοκόλλητο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pumnal, ghimpe, autocolant, sticker, lipicioase, autocolantului, autocolantului de

αυτοκόλλητο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nálepka, nalepke, Sticker, nalepka, plaketa, nalepko

αυτοκόλλητο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
osteň, lepidlo, nálepka, štítok, nálepky, nálepku

Στατιστικά δημοτικότητας: αυτοκόλλητο

Τυχαίες λέξεις