Λέξη: βυρσοδεψώ

Συνώνυμα: βυρσοδεψώ

βυρσοδέψω, ηλιοκαίω

Μεταφράσεις: βυρσοδεψώ

βυρσοδεψώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tan, currier, tanners, tANNING, tanner

βυρσοδεψώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adobar, curtir, bronceado, curtidor, curtidor de

βυρσοδεψώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bräune, gelbbraun, bräunen, gerben, currier, Currier-, Curriers, Gerber, Curr

βυρσοδεψώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hâle, hâler, brunir, roussir, tanner, bronzage, bronzer, corroyeur

βυρσοδεψώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbronzare, conciare, abbrunire, abbronzatura, conciatore, corriere, adetto alla strigliatura

βυρσοδεψώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amansar, curtir, doméstico, currier, do Currier, Currier de

βυρσοδεψώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tanen, leerlooien, looien, currier, Currier van, die Currier

βυρσοδεψώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дубить, танин, выдубить, кора, загар, кожевник, Currier, курьер, Карриер

βυρσοδεψώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
garve, currier, av Currier

βυρσοδεψώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
garva, currier, currier-, currieren

βυρσοδεψώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päivetys, parkita, tangentti, rusketus, Currier, Currierin

βυρσοδεψώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kureren, currier

βυρσοδεψώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zhnědnout, vyčiňovat, opalovat, opálit, Currier, jirchář

βυρσοδεψώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
garbować, opalenizna, garbowanie, opalać, Kurier, Currier

βυρσοδεψώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
Currier

βυρσοδεψώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sepici, Currier'in, Currier, kurye

βυρσοδεψώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кора, дубити, шкіряник, чинбар, чинбарем

βυρσοδεψώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëkurëpunues, korrier, Currier

βυρσοδεψώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
загар, куриер, Currier

βυρσοδεψώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Кажэўнікаў, гарбары, гарбарамі, гарбароў, гарбара

βυρσοδεψώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
parkima, päevitama, tangens, Currier, Currieri

βυρσοδεψώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preplanuo, štaviti, kožar, štavljač

βυρσοδεψώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
CURRIER

βυρσοδεψώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
odininkas, odadirbys, odžius

βυρσοδεψώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
CURRIER

βυρσοδεψώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
currier

βυρσοδεψώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curier, curierat, de curierat, prin curier, curierat rapid

βυρσοδεψώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tangens, Kožar, Štavljač

βυρσοδεψώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opálení, trieslo, tangens, Currier
Τυχαίες λέξεις