Usage στα ελληνικά
Μετάφραση: usage, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφαρμογή, αίτηση, συνήθεια, σύμβαση, άσκηση, συνθήκη, πρακτική, έθιμο, συνέλευση, διαμορφώνω, χρήση, πλάθω, χρησιμοποιώ, μόδα, συνέδριο, έξη, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accrochant στα ελληνικά - κρέμασμα, κρέμονται, κρέμεται, που κρέμονται, που κρέμεται
- appartenez στα ελληνικά - ανήκω, ανήκουν, ανήκει, να ανήκουν, υπάγονται
- argent στα ελληνικά - λεφτά, ασημί, κέρμα, ασημένιος, χρήματα, χρήμα, χρημάτων, ...
- cheminot στα ελληνικά - του σιδηροδρομικού
Τυχαίες λέξεις
Usage στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφαρμογή, αίτηση, συνήθεια, σύμβαση, άσκηση, συνθήκη, πρακτική, έθιμο, συνέλευση, διαμορφώνω, χρήση, πλάθω, χρησιμοποιώ, μόδα, συνέδριο, έξη, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Μεταφράσεις: εφαρμογή, αίτηση, συνήθεια, σύμβαση, άσκηση, συνθήκη, πρακτική, έθιμο, συνέλευση, διαμορφώνω, χρήση, πλάθω, χρησιμοποιώ, μόδα, συνέδριο, έξη, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση