Λέξη: σύμφωνο
Σχετικές λέξεις: σύμφωνο
σύμφωνο σταθερότητας, σύμφωνο των δημάρχων, σύμφωνο εταιρικής σχέσης, σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, σύμφωνο εμπιστευτικότητας υπόδειγμα, σύμφωνο συμβίωσης 2014, σύμφωνο συμβίωσης, σύμφωνο της βαρσοβίας, σύμφωνο για το ευρώ, σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης
Συνώνυμα: σύμφωνο
συμβόλαιο, σύμβαση, σύμφωνο γραμματικής
Μεταφράσεις: σύμφωνο
σύμφωνο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
covenant, consonant, consistent, pact, complies, conformity
σύμφωνο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pacto, convención, alianza, consonante, consonancia, en consonancia, consonantes, de consonantes
σύμφωνο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abkommen, schwur, bund, pakt, kontrakt, vertrag, Konsonant, Konsonanten, Einklang, consonant
σύμφωνο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
transaction, accord, alliance, stipulation, liaison, convention, entente, pacte, contrat, ligue, lien, consonne, conforme, consonnes, en accord, consonantique
σύμφωνο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consonante, consonanti, consono, di consonanti, consona
σύμφωνο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consoante, consonante, consoantes, consonância, em consonância
σύμφωνο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
medeklinker, consonant, overeenstemming, in overeenstemming, strookt
σύμφωνο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соглашение, статут, уговор, договор, устав, договоренность, сделка, согласный, согласного, согласной, согласная, созвучно
σύμφωνο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pakt, konsonant, konsonanten, stadie, konsonant som, konsonerende
σύμφωνο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konsonant, överensstämmer, konsonanten, förenligt, förenlig
σύμφωνο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sopia, rasite, sopimus, konsonantti, sopusoinnussa, konsonantin, yhdenmukaisia, konsonantilla
σύμφωνο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
konsonant, konsonanten, stemmer overens
σύμφωνο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úmluva, dohoda, pakt, smlouva, svazek, souhláska, souhláskou, souhlásku, souhlásky, souhlásce
σύμφωνο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konwencja, przymierze, umowa, pakt, przymierzanie, związek, spółgłoska, zgodny, spółgłoskę, spółgłoską, spółgłoski
σύμφωνο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kötelezettségvállalás, paktum, frigy, mássalhangzó, mássalhangzóra, mássalhangzóval, mássalhangzót
σύμφωνο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sözleşme, ünsüz, sessiz harf, uyumlu, ünsüz harf, consonant
σύμφωνο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
статут, договір, домовленість, угода, приголосний, згоден, згідний, згодний
σύμφωνο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bashkëtingëllore, harmoni, në harmoni, pajtueshëm, i pajtueshëm
σύμφωνο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
асонантен, съгласна, съгласен звук, съзвучие, в съзвучие
σύμφωνο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зычны, згодны, Нязгодны, зычна, сагласный
σύμφωνο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
konsonant, kaashäälik, kaashääliku, kaashäälikut, konsonanti
σύμφωνο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pogodba, sporazum, ugovor, suglasnik, suglasju, u suglasju, suglasnika, konsonant
σύμφωνο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
consonant, samsvari
σύμφωνο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pactum, foedus, conventio
σύμφωνο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priebalsis, priebalsė, dera, derėti, harmoningas
σύμφωνο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
līdzskanis, līdzskani, iet kopsolī, līdzskaņa, saderīgi
σύμφωνο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
согласка, согласката, истоветно, согласни, консонантно
σύμφωνο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
consonant, consoană, consoana, consonanță, în consonanță
σύμφωνο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
soglasnikom, soglasnik, soglasnika, consonant, skladni
σύμφωνο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spoluhláska, stojí spoluhláska, hláska
Στατιστικά δημοτικότητας: σύμφωνο
Τυχαίες λέξεις