Λέξη: αναζήτηση
Σχετικές λέξεις: αναζήτηση
αναζήτηση εργασίας θεσσαλονίκη, αναζήτηση φεκ, αναζήτηση νόμων, αναζήτηση τκ, αναζήτηση εργασίας, αναζήτηση αμκα, αναζήτηση αφμ, αναζήτηση τηλεφώνου, αναζήτηση τηλεφώνου οτε, αναζήτηση κινητού τηλεφώνου, φεκ αναζήτηση, αμκα, αναζήτηση google, αντίστροφη αναζήτηση, αναζήτηση facebook, αναζήτηση οτε, σύνθετη αναζήτηση, η αναζήτηση
Συνώνυμα: αναζήτηση
έρευνα, επιδίωξη, καταδίωξη, ασχολία
Μεταφράσεις: αναζήτηση
αναζήτηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
search, quest, pursuit, Your search, searching
αναζήτηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pesquisa, rebusca, búsqueda, busca, buscar, misión, búsqueda de, la búsqueda, quest
αναζήτηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
absuchen, forschen, nachforschung, suche, fahndung, recherchieren, suchen, durchsucht, durchsuchen, Suche, Streben, Quest, Aufgabe
αναζήτηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
perquisition, fouille, quêter, quête, spéculer, recherche, sonder, chercher, examiner, observer, contrôler, investigation, fouiller, étudier, explorer, scruter, quête de, la quête, recherche de
αναζήτηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricercare, indagare, ricerca, perquisizione, missione, quest, ricerca di, cerca
αναζήτηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pesquisar, procurar, investigar, busca, buscar, indagação, missão, procura, jornada
αναζήτηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
speurtocht, onderzoek, speurwerk, opzoeken, zoektocht, quest, streven, zoeken
αναζήτηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изучать, проанализировать, изучить, выучивать, розыск, поискать, поиски, анализировать, поиск, обыскать, досмотр, исследовать, обыск, обыскивать, искать, выучить, Quest, квест, выполнение задания
αναζήτηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leting, søke, søk, forske, lete, søken, jakten, oppdrag, forsøk, forsøk på
αναζήτηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snoka, forska, söka, Quest, strävan, jakt, sökande, sökandet
αναζήτηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koluta, tähyillä, etsintä, hakeminen, hakea, etsiskely, etsiä, pyrkimys, quest
αναζήτηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ransage, søgen, quest, søgen efter, stræben, mission
αναζήτηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pátrání, bádat, prohledat, vyšetřovat, perlustrovat, zkoumat, hledání, pátrat, probádat, vyhledávání, hledat, prohlídka, prohlížet, ohledat, úkol, quest, výprava
αναζήτηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poszukiwać, sprawdzać, szukać, przetrząsać, wyszukać, wyszukiwarka, wyszukanie, rewizja, przeszukanie, poszukiwanie, badać, wyszukiwanie, szukanie, przewinięcie, odszukać, zrewidować, pogoń, zadanie, dążenie, poszukiwania
αναζήτηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
motozás, keresés, Quest, küldetést, küldetés
αναζήτηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arama, araştırmak, araştırma, aramak, arayışı, quest, macera
αναζήτηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
огляд, вивчити, шукати, обшук, обшукати, пошук, Поиск, Знайти
αναζήτηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kërkim, gjë e kërkuar, kërkimin, kërkimin e, kërkimi i
αναζήτηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
търсене, Quest, стремежа, съкровището, приключение
αναζήτηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пошук
αναζήτηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otsima, päring, otsing, otsimine, quest, püüdlustes, otsingul, questi
αναζήτηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
traganje, traženje, Quest, potraga, Potjeh
αναζήτηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leita, leit, Quest, Leitin, í leit, leitinni
αναζήτηση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
quaero
αναζήτηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
krata, ieškojimas, Quest, Realus, siekis, ieškant
αναζήτηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
meklējumi, meklēt, meklēšana, meklējumos, kvestu, tiekšanās
αναζήτηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Потрагата, потрага, барање, мисија, барањето
αναζήτηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cercetare, căuta, cutare, căutare, căutarea, încercarea, quest, cautarea
αναζήτηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
iskati, iskanje, quest, prizadevanje, iskanju, prizadevanju
αναζήτηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hľadanie, vyhľadávanie, hľadania, hľadaní, vyhľadávania
Στατιστικά δημοτικότητας: αναζήτηση
Τυχαίες λέξεις