Vaillant στα ελληνικά
Μετάφραση: vaillant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θαρραλέος, γενναίος, γερός, εύσωμος, ανδρείος, γεναίος, γενναία, γενναίο, γενναίες
Μεταφράσεις
- accessible στα ελληνικά - ευπροσήγορος, ευπρόσιτος, διαθέσιμος, προσηνής, προσιτός, προσπελάσιμος, προσβάσιμο, ...
- blinder στα ελληνικά - πανοπλία, θωράκιση, πανοπλίας, θωράκισης, πανοπλίες
- bétonnière στα ελληνικά - μπετονιέρα, μπετονιέρων, μπετονιέρες
Τυχαίες λέξεις
Vaillant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θαρραλέος, γενναίος, γερός, εύσωμος, ανδρείος, γεναίος, γενναία, γενναίο, γενναίες
Μεταφράσεις: θαρραλέος, γενναίος, γερός, εύσωμος, ανδρείος, γεναίος, γενναία, γενναίο, γενναίες