Vain στα ελληνικά

Μετάφραση: vain, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγονος, ματαιόδοξος, αργόσχολος, ξιπασμένος, υπόκωφος, παράλογος, εγωκεντρικός, ανόητος, κούφιος, ανωφελής, τεμπέλης, μάταιος, στείρος, κοίλος, αδρανής, άσκοπος, μάταια, μάταιη, μάταιες
Vain στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alcalinité στα ελληνικά - αλκαλικότης, αλκαλικότητα, αλκαλικότητας, την αλκαλικότητα, της αλκαλικότητας
  • arbustif στα ελληνικά - θαμνώδης, θαμνώδη, θαμνοειδή, θαμνωδών, με θαμνώδη
  • cassante στα ελληνικά - εύθραυστος, εύθραυστα, εύθραυστο, ψαθυρή, εύθρυπτο
  • chauffe στα ελληνικά - θερμαντήρες, θερμοσίφωνες, θερμάστρες, θερμαντήρων, θερμαντικές συσκευές
Τυχαίες λέξεις
Vain στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγονος, ματαιόδοξος, αργόσχολος, ξιπασμένος, υπόκωφος, παράλογος, εγωκεντρικός, ανόητος, κούφιος, ανωφελής, τεμπέλης, μάταιος, στείρος, κοίλος, αδρανής, άσκοπος, μάταια, μάταιη, μάταιες