Λέξη: θριαμβευτικός

Σχετικές λέξεις: θριαμβευτικός

θριαμβευτικός συνώνυμα

Συνώνυμα: θριαμβευτικός

περιχαρής, ενθουσιώδης, ευφρόσυνος, θριαμβικός

Μεταφράσεις: θριαμβευτικός

θριαμβευτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
triumphant, triumphal, exultant, jubilant

θριαμβευτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
triunfante, triunfal, triunfo, triunfantes, de triunfo

θριαμβευτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
siegestrunken, erfolgreich, triumphierend, triumphal, triumphierenden, triumphalen, triumphierende

θριαμβευτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
triomphal, triomphant, triomphante, triomphale, triomphe

θριαμβευτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trionfante, trionfale, trionfo, trionfanti, di trionfo

θριαμβευτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
triunfante, triunfal, triunfo, triunfantes, vitoriosa

θριαμβευτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
triomfantelijk, zegevierend, triomfantelijke, triomferende, zegevierende

θριαμβευτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ликующий, торжественный, торжествующий, победоносный, победный, триумфальный, торжествует, триумфальное, триумфальным, торжествующей

θριαμβευτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
triumfer, triumferende, seirende, triumf, seiers

θριαμβευτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
triumfer, triumferande, triumfera, seger, segerrika

θριαμβευτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
voittoisa, voittoisan, voitonriemuinen, triumphant, voitokkaasti

θριαμβευτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
triumferende, triumf, sejrende, sejrrige, sejrrig

θριαμβευτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vítězoslavný, triumfální, vítězný, triumfálně, vítězoslavně, vítězně

θριαμβευτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
triumfalny, triumfujący, zwycięski, tryumfalny, triumfalne

θριαμβευτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
diadalmaskodó, diadalmas, győzedelmes, diadalmasan, győztes, diadalittas

θριαμβευτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
muzaffer, zafer, muzaffer bir, galip, zafer kazanmış

θριαμβευτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звитяжний, радісний, торжествуючий, переможний, тріумфуючий, тріумфує, що тріумфує

θριαμβευτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngadhënjimtar, fitimtar, triumfues, triumfuese, fitimtarë

θριαμβευτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
триумфиращ, тържествуващ, победоносен, триумфално, триумфалното

θριαμβευτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пераможны, радасны, будзе трыумфаваць

θριαμβευτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võidukas, võidukalt, võiduka, võidukat, Voittoisa

θριαμβευτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pobjednički, trijumfalni, pobjednička, pobjedonosan, pobjedonosno

θριαμβευτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
triumphant, sigurglaða sýnandi

θριαμβευτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pergalingas, triumfuojantis, triumfuoja, triumfuojanti, triumfavo

θριαμβευτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
triumfējošs, triumfēja, triumfējošā, triumfu

θριαμβευτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
триумфален, триумфално, триумфална, триумфални, триумфалниот

θριαμβευτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
triumfător, triumfătoare, triumfal, triumfală, triumfatoare

θριαμβευτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zmagoslavno, zmagoslavna, zmagovita, Pobjedonosan, triumphant

θριαμβευτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
triumfálny, triumfálne, triumfálnej, triumfálnu
Τυχαίες λέξεις